καθαρότητα, χημική

καθαρότητα, χημική
Ο όρος χ.κ., ή ακριβέστερα βαθμός καθαρότητας, εκφράζει αριθμητικά τη μάζα της καθαρής ουσίας σε σχέση με την ολική μάζα του σώματος. Όλα τα χημικά προϊόντα, φυσικής ή τεχνητής προέλευσης, δεν βρίσκονται στην κατάσταση της απόλυτης καθαρότητας, αλλά περιέχουν σε ποικίλες ποσότητες στοιχεία και ξένες ουσίες, που ονομάζονται ακαθαρσίες ή προσμείξεις. Η παρουσία ακαθαρσιών αποκτά σε πολλές περιπτώσεις ιδιαίτερη σημασία και γι’ αυτό είναι αναγκαίο να γίνεται γνωστή η φύση και η ποσότητά τους. Όταν μια ουσία έχει χ.κ. 99,9%, σημαίνει ότι σε 100 μέρη της ουσίας τα 99,9 είναι καθαρή ουσία, ενώ το υπόλοιπο 0,1 υποδηλώνει μια ακαθαρσία ή το σύνολο των προσμείξεων που υπάρχουν στο σώμα. Αν εξαιρέσουμε τα φυσικά προϊόντα –των οποίων η σύνθεση και η χ.κ. ποικίλουν πολύ και εξαρτώνται από παράγοντες που δεν ελέγχονται– ο βαθμός καθαρότητας είναι αρκετός για να χαρακτηρίσει σε συντομία τα βιομηχανικά χημικά προϊόντα. Τα προϊόντα που προορίζονται για εργαστηριακή χρήση κατατάσσονται με βάση τον αύξοντα βαθμό χ.κ. ως τεχνικά, καθαρά και αναλυτικά ή χημικώς καθαρά. Τα προϊόντα που προορίζονται για βιομηχανική χρήση χαρακτηρίζονται ως ακατέργαστα, ημικατεργασμένα ή κατεργασμένα και αναλύονται και κατατάσσονται ανάλογα. Άλλα προϊόντα με υψηλότατο βαθμό καθαρότητας κατατάσσονται ως καθαρότατα (κατάλληλα για μικροανάλυση, μικροχημεία) ή ως προϊόντα για ειδική χρήση, ενώ ακολουθεί ο χαρακτηρισμός της χρήσης για την οποία προορίζονται, όπως για παράδειγμα προϊόντα για χρωματογραφία ή για μικροσκοπία (μικροβιολογία, ιστολογία, παθολογία). Ο βαθμός καθαρότητας ενός χημικού προϊόντος είναι χαρακτηριστικός της πορείας που ακολουθήθηκε για την παρασκευή του, μετά την οποία είναι δυνατόν να ακολουθήσουν διαδοχικοί καθαρισμοί, ώσπου να πραγματοποιηθεί ο επιθυμητός βαθμός καθαρότητας. Οι επεξεργασίες αυτές απαιτούν ειδικές συσκευές (όπως οι συσκευές από άργυρο και λευκόχρυσο) και για τον λόγο αυτό μόνο ορισμένες χημικές βιομηχανίες είναι ειδικευμένες σε αυτές τις βιομηχανικές παρασκευές. Εκείνο που διακρίνει τα προϊόντα αυτά είναι ότι προσδιορίζεται η ακριβής επί τοις εκατό περιεκτικότητά τους και επιπλέον για κάθε πρόσμειξη αναφέρεται πάντοτε η αναλυτική μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό της. Η ένδειξη για την περιεκτικότητα έχει οικονομική σημασία, γιατί ο βαθμός καθαρότητας καθορίζει και την τιμή, ενώ οι αναλυτικές μέθοδοι επιτρέπουν τον έλεγχο των ακαθαρσιών. Έτσι, στην πράξη ο χημικός έχει τη δυνατότητα να επιλέξει και να ελέγξει με τον καταλληλότερο τρόπο το αντίστοιχο προϊόν για κάθε συγκεκριμένο σκοπό. Τα προϊόντα για τα οποία απαιτείται ορισμένος βαθμός καθαρότητας έχουν πάντοτε μία ειδική ετικέτα όπου αναγράφεται η ποιότητα και η καθαρότητά τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • αμμωνία — Ένωση του αζώτου με το υδρογόνο, με τύπο ΝΗ3. Στην ελεύθερη κατάσταση είναι αέριο άχρωμο με οσμή έντονα ερεθιστική και αποπνικτική, πυκνότητα 0,597 (αέρας = 1), κρίσιμης θερμοκρασίας 130°C, κρίσιμης πίεσης 114 ατμ. Μπορεί να υγροποιηθεί σχετικά… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • σκουριά — Ουσία ακαθόριστης χημικής σύνθεσης η οποία συνίσταται ουσιαστικά από ένυδρο οξείδιο του σιδήρου, και ανταποκρινόμενη περίπου στον τύπο 2Fe2O3 · 3Η2Ο, η οποία καλύπτει τις επιφάνειες σιδηρών αντικειμένων εκτεθειμένων στον αέρα και στην υγρασία,… …   Dictionary of Greek

  • αλυσωτή αντίδραση — Σύνολο πυρηνικών αντιδράσεων που προκύπτουν από μία αρχική αντίδραση (συνήθως πυρηνική σχάση) με τέτοιο τρόπο ώστε, αν από την αρχική δημιουργήθηκαν σε πρώτο στάδιο Κ αντιδράσεις, καθεμιά από αυτές μπορεί σε δεύτερο στάδιο να δημιουργήσει K… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”